ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πέταλο (ουσ. ουδ.) πέταλο [ˈpetalo] Ανακ., Αξ. πέταλου [ˈpetalu] Μισθ. πέταγου [ˈpetaɣu] Φάρασ. πέτεγο [ˈpeteɣo] Φάρασ. Πληθ. πέταλα [ˈpetala] Αξ., Μισθ., Φκόσ. πέταγα [ˈpetaɣa] Φάρασ., Φκόσ. Από το αρχ. ουσ. πέταλον =πλατύ φύλλο ή πλάκα μετάλλου. Η σημερινή σημ. μεσν.
Πέταλο αλόγου ό.π.τ. : Αλογάτ’ πέταλο (Πέταλο αλόγου) Ανακ. -Κωστ.Α. Χέκου ’ς άλουγου πέταλα (βάζω πέταλα στο άλογο) Μισθ. -Κοτσαν. Σα πίσου μου του ποραδίουν τα πέταγα έγραψ' ο τατά μου του γεννήθα το χρόνο (Στα πέταλα των πίσω μου ποδιών έγραψε ο μπαμπάς μου το χρόνο που γεννήθηκα) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Παροιμ. Κρου ένα σο πέτεγο τσ̑' ένα σο καρφί (χτυπά μία στο πέταλο και μία στο καρφί˙ μιλά διπλωματικά) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Αραντίζ' ψοφισμέν' άλογα να βγάλ' τα πέταλά τ'νε (Γυρεύει ψόφια άλογα για να βγάλει τα πέταλά τους˙ για όσους θέλουν να ωφεληθούν από τις ατυχίες των άλλων) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ότιζ αραdίζει το καρφί χάνει τσ̑αί το πέτεγο (όποιος γυρεύει το καρφί χάνει και το πέταλο˙ όποιος τσιγκουνεύεται τα λίγα χάνει και τα πολλά) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
Συνών. καλίγι, νάλι