πέταλο
(ουσ. ουδ.)
πέταλο
[ˈpetalo]
Ανακ., Αξ.
πέταλου
[ˈpetalu]
Μισθ.
πέταγου
[ˈpetaɣu]
Φάρασ.
πέτεγο
[ˈpeteɣo]
Φάρασ.
Πληθ.
πέταλα
[ˈpetala]
Αξ., Μισθ., Φκόσ.
πέταγα
[ˈpetaɣa]
Φάρασ., Φκόσ.
Από το αρχ. ουσ. πέταλον =πλατύ φύλλο ή πλάκα μετάλλου. Η σημερινή σημ. μεσν.
Πέταλο αλόγου
ό.π.τ.
:
Αλογάτ’ πέταλο
(Πέταλο αλόγου)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Χέκου ’ς άλουγου πέταλα
(βάζω πέταλα στο άλογο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σα πίσου μου του ποραδίουν τα πέταγα έγραψ' ο τατά μου του γεννήθα το χρόνο
(Στα πέταλα των πίσω μου ποδιών έγραψε ο μπαμπάς μου το χρόνο που γεννήθηκα)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Παροιμ.
Κρου ένα σο πέτεγο τσ̑' ένα σο καρφί
(χτυπά μία στο πέταλο και μία στο καρφί˙ μιλά διπλωματικά)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Αραντίζ' ψοφισμέν' άλογα να βγάλ' τα πέταλά τ'νε
(Γυρεύει ψόφια άλογα για να βγάλει τα πέταλά τους˙ για όσους θέλουν να ωφεληθούν από τις ατυχίες των άλλων)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ότιζ αραdίζει το καρφί χάνει τσ̑αί το πέτεγο
(όποιος γυρεύει το καρφί χάνει και το πέταλο˙ όποιος τσιγκουνεύεται τα λίγα χάνει και τα πολλά)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.