πεστίλ
(ουσ. ουδ.)
πεστίλ
[pe'stil]
Γούρδ.
π͑εστιλ
[pʰe'stil]
Ανακ.
μπεστίλ
[be'stil]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. pestil = φρουτοπολτός αποξηραμένος σε στρώσεις, όπου και διαλεκτ. τύπ. bestil, το οπ. απώτερα ελλ. αρχής από το μεσν. παστίλλιν και παστέλλιον (και μεσν. πάστιλλος) (βλ. Tietze 2018: λ. pestil I).
1. Είδος παστελιού από ξερά βερίκοκκα
Γούρδ.
2. Πεπιεσμένη μάζα
Μαλακ.
:
Ποίκα του μπεστίλ
(τον έκανα λιώμα στο ξύλο)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.