ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πετραχήλι (ουσ. ουδ.) πετραχήλι [petraˈçili] Ανακ. πετρασ̑ήλι [petra'ʃili] Σίλ. πετραχήλ' [petraˈçil] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ. πετρασ̑ήλ' [petraˈʃil] Φλογ. πετραήλ' [petra'il] Μισθ., Ουλαγ. Πληθ. πετραχήλια [petraˈçila] κ.α., Μαλακ. Πληθ. πετραήλια [petra'iʎa] Ουλαγ. Από το μεσν. ουσ. πετραχήλι, το οπ. από το μεταγν. περιτραχήλιον με απλολ. [ritra > tra].
Πετραχήλι ό.π.τ. : 'τουν φόρουνι παπάς ντου πετραήλ' (όταν φορούσε ο παπάς το πετραχήλι) Μισθ. -Κοτσαν. Ένας παπάς ξέβην με θυμιατερό και πετραχήλι και όλα τα εικόνες θύμιασέν τα (Βγήκε ένας παπάς με θυμιατό και πετραχήλι και θύμιασε όλες τις εικόνες) Ανακ. -Κωστ.Α.