πέτασμα
(ουσ. ουδ.)
π͑έτασμα
[ˈpʰetazma]
Μισθ.
πέταμα
[ˈpetama]
Τσαρικ.
Από το αρχ. ουσ. πέτασμα = εξάπλωση (< αρχ. ρ. πετάννυμι).
Ξάσιμο μαλλιού
Συνών.
γράνισμα