πεσιρικσούζι
(επίθ.)
πεσ̑ιρικσούζι
[peʃiriˈksuzi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. beceriksiz = αδέξιος, όπου και διαλεκτ. τύπ. beşiriksiz
Αδέξιος, ανίκανος να κάνει κάτι
Συνών.
τσολπάρης :1, τσολπάς :1