πέρσι
(επίρρ.)
πέρσι
[ˈpersi]
Ανακ., Γούρδ., Ουλαγ., Σίλ., Φάρασ.
πέρσ̑ι
[ˈperʃi]
Φλογ.
περτσ'
[ˈperts]
Μισθ.
περσ̑'
[perʃ]
Αξ., Μαλακ.
Από το αρχ. επίρρ. πέρυσι. Ο τύπ. πέρσι ήδη μεταγν., με συγκοπή του άτονου [y] μεταξύ [r] και σύμφ. Ο τύπ. πέρτσ' με αποβολή του άτονου [i].
Πέρυσι
ό.π.τ.
:
Πέρσι είσ̑ες α φσ̑όκκο
(πέρυσι είχες ένα μικρό αγόρι)
Φάρασ.
-Dawk.
Πέρτσ' έπαχα ζιάν
(Πέρυσι έπαθα ζημιά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πέρτσ̑' σώρουψαμ' 5000 ευρώ
(Πέρσι μαζέψαμε 5000 ευρώ)
Μισθ.
-Φατ.
Πέρτσ' τσόουν να δου παντρέψουμ'
(Πέρσι ήταν να την παντρέψουμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.