ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πέρσι (επίρρ.) πέρσι [ˈpersi] Ανακ., Γούρδ., Ουλαγ., Σίλ., Φάρασ. πέρσ̑ι [ˈperʃi] Φλογ. περτσ' [ˈperts] Μισθ. περσ̑' [perʃ] Αξ., Μαλακ. Από το αρχ. επίρρ. πέρυσι. Ο τύπ. πέρσι ήδη μεταγν., με συγκοπή του άτονου [y] μεταξύ [r] και σύμφ. Ο τύπ. πέρτσ' με αποβολή του άτονου [i].
Πέρυσι ό.π.τ. : Πέρσι είσ̑ες α φσ̑όκκο (πέρυσι είχες ένα μικρό αγόρι) Φάρασ. -Dawk. Πέρτσ' έπαχα ζιάν (Πέρυσι έπαθα ζημιά) Μισθ. -Κοτσαν. Πέρτσ̑' σώρουψαμ' 5000 ευρώ (Πέρσι μαζέψαμε 5000 ευρώ) Μισθ. -Φατ. Πέρτσ' τσόουν να δου παντρέψουμ' (Πέρσι ήταν να την παντρέψουμε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.