πεσιρικλούς
(επίθ.)
πεσ̑ιρικλούς
[peʃiriˈklus]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. becerikli = επιδέξιος, όπου και διαλεκτ. τύπ. beşirikli.
Επιδέξιος
Αντίθ
πεσιρικσούζι :1, τσολπάρης, Συνών.
τσεβίκ, χειρόχρηστος
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024