πεσκέσι
(ουσ. ουδ.)
πεσκέσ'
[pesˈces]
Μισθ., Σινασσ.
Πληθ.
πεσ̑κέσ̑α
[pe'ʃceʃa]
Αξ.
Από το νεότ. ουσ. πεσκέσι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. peşkeş = δώρο.
Δώρο
ό.π.τ.