ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

περσινός (επίθ.) περσινό [persiˈno] Γούρδ., Μαλακ. περτσινού [pertsiˈnu] Μισθ. περσ̑ινού [perʃiˈnu] Αξ. Πληθ. περσινά [persiˈna] κ.α., Μαλακ. Από το αρχ. επίθ. περυσινός. Ο τύπ. περσινός μεσν. Για τον τύπ. περτσινού, βλ. λ. πέρσι, όπου και τύπ. πέρτσ’.
Περσινός ό.π.τ.