περσινός
(επίθ.)
περσινό
[persiˈno]
Γούρδ., Μαλακ.
περτσινού
[pertsiˈnu]
Μισθ.
περσ̑ινού
[perʃiˈnu]
Αξ.
Πληθ.
περσινά
[persiˈna]
κ.α., Μαλακ.
Από το αρχ. επίθ. περυσινός. Ο τύπ. περσινός μεσν. Για τον τύπ. περτσινού, βλ. λ. πέρσι, όπου και τύπ. πέρτσ’.
Περσινός
ό.π.τ.