περιστεριώνα
(ουσ. αρσ.)
πιστεριώνα
[pisteˈrʝona]
Τζαλ.
π͑εσ̑τεριώνα
[pʰeʃteˈrʝona]
Αξ.
Από το αρχ. ουσ. περιστερεών.
Περιστερώνας
ό.π.τ.