περισάνι
(επίθ.)
περισ̑άν'
[periˈʃan]
Μισθ.
περισάν'
[peri'san]
Μαλακ., Ουλαγ., Σεμέντρ.
περισάνι
[periˈsani]
Τσουχούρ., Φάρασ.
π͑ερισ̑άνι
[pʰeriˈʃani]
Φάρασ.
περουσ̆άν
[peru'ʃan]
Αξ.
π͑ερισ̑άνος
[pʰeriˈʃanos]
Φάρασ.
περουσ̑άνης
[peruˈʃanis]
Σίλ.
Θηλ.
περισ̑άνε
[peri'ʃane]
Φάρασ.
Από το νεότ. επίθ. περισάνης, το οπ. από το τουρκ. επίθ. perişan = α) εξαθλιωμένος, τρισάθλιος β) ξεπεσμένος. Και οι τύπ. περουσάνης και περουσ̑άνης νεότ. (Mackridge 2021: 47). Πβ. ποντ. περισ̑άνης.
1. Ως επίθ., οικτρός, σε οικτρή κατάσταση, άθλιος
ό.π.τ.
:
΄γω δε 'ενόμουνε περισ̑άνε
(εγώ εδώ είμαι μπλεγμένη)
Φάρασ.
-Dawk.
Ντο αστινάρ' μας πολύ περισάν 'ναι
(ο άρρωστός μας είναι σε πολύ άσχημη κατάσταση)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Φται αν γουγιαμάτι, αν βρεσ̑ή, πάγους, κρύους η γρέ 'ἐντουν περισάνι
(Κάνει μιά κακοκαιρία, μιά βροχή, παγωνιά, κρύο, η γριά βρέθηκε σε οικτρή κατάσταση)
Φάρασ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Σαμ' ήνοιξα το θύρι, θωρώ 'τι ήτουν πολύν περισάνι
(Όταν άνοιξα την πόρτα, βλέπω ότι ήταν σε κακό χάλι)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
2. Εμφανισιακά άθλιος, ρακένδυτος
Μαλακ., Μισθ.
:
Ιτά ναίκα τσείδι περισ̑άν
(αυτή η γυναίκα είναι άσχημη)
Μισθ.
-Κοτσαν.
3. Ζητιάνος
Σίλ.
4. Ως ουσ., κακό
Σεμέντρ.
:
Περισάν' μη το σάνεις
(Μην του κάνεις κακό)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ280