περιβόλι
(ουσ. ουδ.)
πιβόλ’
[piˈvol]
Σινασσ.
Από το μεσν. ουσ. περιβόλιν, το οπ. από το μεταγν. ουσ. περιβόλιον.
Περιβόλι
:
|| Ασμ.
Πουλεί τα σπίτια ταύμορφα, αυλές μαρμαρωμένες,
(Πουλά τα σπίτια τα όμορφα, με αυλές μαρμαροστρωμένες)
Σινασσ.
-Lag.
Συνών.
μπαχτσές
Τροποποιήθηκε: 17/06/2025