ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

περιβόλι (ουσ. ουδ.) πιβόλ’ [piˈvol] Σινασσ. Από το μεσν. ουσ. περιβόλιν, το οπ. από το μεταγν. ουσ. περιβόλιον.
Περιβόλι : || Ασμ. Πουλεί τα σπίτια ταύμορφα, αυλές μαρμαρωμένες, (Πουλά τα σπίτια τα όμορφα, με αυλές μαρμαροστρωμένες) Σινασσ. -Lag. Συνών. μπαχτσές
Τροποποιήθηκε: 17/06/2025