περισσεύω
(ρ.)
περσεύω
[per'sevo]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Σινασσ.
περσεύει
[per'sevi]
Φάρασ.
περσεύου
[per'sevu]
Μισθ., Σίλ.
περτσεύω
[per'tsevo]
Φάρασ.
Παρατατ.
περσιβήνασι
[persiˈvinasi]
Σίλ.
Αόρ.
περίσσεψα
[peˈrisepsa]
Τελμ.
πέρσεψα
[ˈpersepsa]
Γούρδ., κ.α., Φάρασ.
πέρσιψα
[per'sipsa]
Μαλακ., Σίλ.
Από το αρχ. ρ. περισσεύω. Οι τύπ. περσεύω, περσεύου και περτσεύω με συγκοπή του [i].
1. Περισσεύω
ό.π.τ.
:
Άμα περ'σσέψει, σε τα φάμ' αύρι
(άμα περισσέψει, θα το φάμε αύριο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Χρόνια χρόνια περ'σσιβήνασι
(από τη μία χρονιά στην άλλη περίσσευαν)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ντου φαΐ πέρσιψιν
(το φαγητό περίσσεψε)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πέρσεψεν τζ̑όγα
(περίσσεψε παραπάνω)
Φάρασ.
-Dawk.
2. Πλειοδοτώ σε δημοπρασία
Φάρασ.
3. Πληθαίνω
Τελμ.