ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

περισσεύω (ρ.) περσεύω [per'sevo] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Σινασσ. περσεύει [per'sevi] Φάρασ. περσεύου [per'sevu] Μισθ., Σίλ. περτσεύω [per'tsevo] Φάρασ. Παρατατ. περσιβήνασι [persiˈvinasi] Σίλ. Αόρ. περίσσεψα [peˈrisepsa] Τελμ. πέρσεψα [ˈpersepsa] Γούρδ., κ.α., Φάρασ. πέρσιψα [per'sipsa] Μαλακ., Σίλ. Από το αρχ. ρ. περισσεύω. Οι τύπ. περσεύω, περσεύου και περτσεύω με συγκοπή του [i].
1. Περισσεύω ό.π.τ. : Άμα περ'σσέψει, σε τα φάμ' αύρι (άμα περισσέψει, θα το φάμε αύριο) Σίλ. -Κωστ.Σ. Χρόνια χρόνια περ'σσιβήνασι (από τη μία χρονιά στην άλλη περίσσευαν) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ντου φαΐ πέρσιψιν (το φαγητό περίσσεψε) Μισθ. -Κοτσαν. Πέρσεψεν τζ̑όγα (περίσσεψε παραπάνω) Φάρασ. -Dawk.
2. Πλειοδοτώ σε δημοπρασία Φάρασ.
3. Πληθαίνω Τελμ.