περισσούτσικος
(επίθ.)
περτσούσ'κος
[per'tsuskos]
Φάρασ.
Από το επίθ. περισσός, όπου και τύπ. περτσός, και το παραγωγ. επίθμ. -ούτσικος, με ανομοιωτική απλοποίηση του [ts] του επιθμ. [tsutsk > tsusk].
Πβ.
περισσός
Ακόμα περισσότερος
:
Ο Χριστός ήρτε σον κόσμο ασ' τον Μουχαμέτη έξι 'κατό τζ̑αι περτσούσ'κα χρόνε 'bρό
(Ο Χριστός ήρθε στον κόσμο εξακόσια χρόνια πριν τον Μωάμεθ κι ακόμα περισσότερα)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.