ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

περσέγκι (ουσ. ουδ.) περσέγκι [per'seŋɟi] Αραβαν. περσεγκί [persenˈɟi] Σινασσ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. persenk = εμπόδιο (THADS, λ. persenk).
1. Εμπόδιο Αραβαν. : Ετό άλλο ένα περσέγκι έν-νε σα πρέγια μ' (αυτό πια έγινε ένα εμπόδιο στα πόδια μου) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.
2. Kάτι περιττό ή συνοδευτικό Σινασσ.