περσέγκι
(ουσ. ουδ.)
περσέγκι
[per'seŋɟi]
Αραβαν.
περσεγκί
[persenˈɟi]
Σινασσ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. persenk = εμπόδιο (THADS, λ. persenk).
1. Εμπόδιο
Αραβαν.
:
Ετό άλλο ένα περσέγκι έν-νε σα πρέγια μ'
(αυτό πια έγινε ένα εμπόδιο στα πόδια μου)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
2. Kάτι περιττό ή συνοδευτικό
Σινασσ.