πέσιμο
(ουσ. ουδ.)
πέσιμο
[ˈpesimo]
Γούρδ.
πέσ̑ιμο
[ˈpeʃimo]
Αξ.
Από το μεσν. ουσ. πέσιμο(ν) = πτώση.
Πτώση
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Έπεσα ’να πέσ̑ιμο άμ-μα
(Έπεσα ένα πέσιμο αλλά˙ Τι πέσιμο δεν λέγεται)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
αποδιάβασμα, ξείλημα