ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πέσιμο (ουσ. ουδ.) πέσιμο [ˈpesimo] Γούρδ. πέσ̑ιμο [ˈpeʃimo] Αξ. Από το μεσν. ουσ. πέσιμο(ν) = πτώση.
Πτώση ό.π.τ. : || Φρ. Έπεσα ’να πέσ̑ιμο άμ-μα (Έπεσα ένα πέσιμο αλλά˙ Τι πέσιμο δεν λέγεται) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. αποδιάβασμα, ξείλημα