ξείλημα
(ουσ. ουδ.)
ξείλημα
[ksilima]
Φάρασ.
Από το αορ. θ. του ρ. ξειλώ και παραγωγ. επίθμ. -μα.
Πέσιμο
Συνών.
αποδιάβασμα, πέσιμο