ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξεπελύζω (ρ.) ξεπελύζω [ksepeˈlizo] Φάρασ. Αόρ. ξεπέλ'σα [kseˈpelsa] Φάρασ. ξεπέλτσα [kseˈpeltsa] Φάρασ. Από το μεσν. ρ. ἐξαπολύω, αόρ. ἐξαπέλυσα = α) απελευθερώνω β) επιτρέπω γ) εγκαταλείπω.
1. Ξεπατώνω κήπο
2. Τρυγώ : Πήε σην Άδανα, για τα μπέλε 'δου ξεπέλτσαν τα (Πήγε στα Άδανα, αλλά εκεί τα αμπέλια τα είχαν ήδη τρυγήσει) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Συνών. τρυγώ :1
3. Απελευθερώνω, ξελύνω : || Φρ. Ξεπέλ'σε Έζ Γιώργκης τ' αβγο του σό τσ̑αΐρι (Άφησε ελεύθερο ο Άη Γιώργης το άλογό του στο λιβάδι˙ Από την εορτή του Αγ. Γεωργίου (23/4) καλοκαίριαζε, και τα ζώα αφήνονταν ελεύθερα να βοσκήσουν στα λιβάδια) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. σαλντώ
Τροποποιήθηκε: 14/11/2024