ξεπελύζω
(ρ.)
ξεπελύζω
[ksepeˈlizo]
Φάρασ.
Αόρ.
ξεπέλ'σα
[kseˈpelsa]
Φάρασ.
ξεπέλτσα
[kseˈpeltsa]
Φάρασ.
Από το μεσν. ρ. ἐξαπολύω, αόρ. ἐξαπέλυσα = α) απελευθερώνω β) επιτρέπω γ) εγκαταλείπω.
1. Ξεπατώνω κήπο
2. Τρυγώ
:
Πήε σην Άδανα, για τα μπέλε 'δου ξεπέλτσαν τα
(Πήγε στα Άδανα, αλλά εκεί τα αμπέλια τα είχαν ήδη τρυγήσει)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συνών.
τρυγώ :1
3. Απελευθερώνω, ξελύνω
:
|| Φρ.
Ξεπέλ'σε Έζ Γιώργκης τ' αβγο του σό τσ̑αΐρι
(Άφησε ελεύθερο ο Άη Γιώργης το άλογό του στο λιβάδι˙ Από την εορτή του Αγ. Γεωργίου (23/4) καλοκαίριαζε, και τα ζώα αφήνονταν ελεύθερα να βοσκήσουν στα λιβάδια)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
σαλντώ
Τροποποιήθηκε: 14/11/2024