ξεπατώνω
(ρ.)
ξιπατώνω
[ksipaˈtono]
Σινασσ.
Nεότ. ρ. ξεπατώνω = α) αφαιρώ το δάπεδο β) καταστρέφω ολοσχερώς, το οπ. από το πρόθμ. ξε- και το νεότ. ρ. πατώνω (< μεσν. ρ. πατόω).
Εξαφανίζω κάτι
Τροποποιήθηκε: 13/06/2025