ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξεπελυτός (επίθ.) ξεπελυτό [ksepeliˈto] Φάρασ. Από το μεσν. ρ. (ἐ)ξαπολῶ (< ἐξ- + ἀπολῶ = αφήνω ελεύθερο) = α) ελευθερώνω β) επιτρέπω, γ) μεσοπαθ., ζω χωρίς ηθικούς φραγμούς, αφήνω τον εαυτό μου αχαλίνωτο, και το παραγωγ. επίθμ. -τός.
Ασύδοτος