ξεπελυτός
(επίθ.)
ξεπελυτό
[ksepeliˈto]
Φάρασ.
Από το μεσν. ρ. (ἐ)ξαπολῶ (< ἐξ- + ἀπολῶ = αφήνω ελεύθερο) = α) ελευθερώνω β) επιτρέπω, γ) μεσοπαθ., ζω χωρίς ηθικούς φραγμούς, αφήνω τον εαυτό μου αχαλίνωτο, και το παραγωγ. επίθμ. -τός.
Ασύδοτος