ξεπελυτός
(επίθ.)
ξεπελυτό
[ksepeliˈto]
Φάρασ.
Από το μεσν. επίθ. ἐξαπόλυτος (< ἐξαπολύω) = α) εγκαταλελειμμένος β) ασύντακτος, ανεξέλεγκτος (Λεξ. Κριαρ.).
Ασύδοτος, ανεξέλεγκτος
Τροποποιήθηκε: 14/06/2025