ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξεγδειραίνω (ρ.) ξεγδειραίνω [kseɣðiˈreno] Φάρασ. ξεγντειραίνω [kseɣdiˈreno] Φάρασ. ξεϊτειραίνου [kseitiˈrenu] Φάρασ. Αόρ. ξέγντειρα [ˈkseɣdira] Φάρασ. ξέιτειρα [ˈkseitira] Φάρασ. Μτχ. ξεϊτειρμένου [kseitirˈmenu] Φάρασ. Από το μεσν. ρ. ξεγδέρνω =προκαλώ αμυχές από το αρχ. ἐκδέρω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -αίνω.
1. Γδέρνω : Ξεγδείρανε τα έξε πρόβατα (Γδάρανε τα έξι πρόβατα) Φάρασ. -Dawk. Ατά τα σ̑οιρίδα τζ̑ο ξεϊdειριένdι (Αυτά τα γουρούνια δεν είναι δυνατόν να γδαρθούν) Φάρασ. -Αναστασ. Έρ να νάρτει χαρέ ο πεθερός σου α μάς ξεïτείρει! (Άμα έρθει ο πεθερός σου θα μας γδάρει!) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Φρ. Ξέγντειραμ' ντα, ήρταμ' σο βράδι (Το γδάραμε, φτάσαμε στην ουρά˙ μετά από μεγάλες προσπάθειες, αποπερατώσαμε ένα έργο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Παροιμ. Μάρτης τσ̑άρτης ξεγντειραίνει, Άπρίλ’ τουζντιέζει (Μάρτης δάρτης γδέρνει, ο Απρίλης καίει˙ για τα κρύα του Μαρτίου) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. γδέρνω, σοϊντούζω
2. Μτφ., ληστεύω
β. Η παθ. μτχ., ξοφλημένος, κατεστραμμένος
Τροποποιήθηκε: 19/06/2025