ξεγδειραίνω
(ρ.)
ξεγδειραίνω
[kseɣðiˈreno]
Φάρασ.
ξεγντειραίνω
[kseɣdiˈreno]
Φάρασ.
ξεϊτειραίνου
[kseitiˈrenu]
Φάρασ.
Αόρ.
ξέγντειρα
[ˈkseɣdira]
Φάρασ.
ξέιτειρα
[ˈkseitira]
Φάρασ.
Από το μεσν. ρ. ξεγδέρνω =προκαλώ αμυχές σε μέρος του σώματός μου από το μεσν. ἐκδέρνω (με εκ- > ξε-) από το αρχ. ἐκδέρω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -αίνω.
(Ξε)γδέρνω
:
Ξεγδείρανε τα έξε πρόβατα
(Γδάρανε τα έξι πρόβατα)
Φάρασ.
-Dawk.
Ατά τα σ̑οιρίδα τζ̑ο ξεϊdειριένdι
(Αυτά τα γουρούνια δεν είναι δυνατόν να γδαρθούν)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Έρ να νάρτει χαρέ ο πεθερός σου α μάς ξεïτείρει!
(Άμα έρθει ο πεθερός σου θα μας γδάρει!)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Φρ.
Ξέγντειραμ' ντα, ήρταμ' σο βράδι
(Το γδάραμε, φτάσαμε στην ουρά˙ Μετά από μεγάλες προσπάθειες, αποπερατώσαμε ένα έργο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
Μάρτης τσ̑άρτης ξεγντειραίνει, Άπρίλ' τουζντιέζει
(Μάρτης δάρτης γδέρνει, ο Απρίλης επιδιορθώνει˙ Για τα κρύα του Μαρτίου)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
γδέρνω, σοϊντούζω