ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξανάστροφα (επίρρ.) ξενάστροφα [kseˈnastrofa] Φάρασ. ξενάστρεφα [kseˈnastrefa] Φάρασ. τσανάστροφα [tsaˈnastrofa] Τελμ. Aπό το μεσν. επίρρ. ἐξανάστροφα.
Ανάποδα, αντίστροφα ό.π.τ. : Ορτά μα εἶνται, είνdαι ξενάστρεφα (Δεν είναι όρθια-σωστά, είναι ανάποδα) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Μένα συ είσ̑ες με οφτά χρόνες ξενάστρεφα· ατός ήρτε τσ̑αι μετε'ύρτσε με ορτά (Εσύ με είχες εφτά χρόνια ανάποδα· αυτός ήρθε και με αναποδογύρισε σωστά) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Το σκαλία να ’ν’ ορτός για, έθακάν τα ξενάστρεφα· έθακαν τα πάνου τη μερέ κάτου τσ̑αι τα κάτου τη μερέ πάνου (Το σκαλί αυτό θα είναι όρθιο, μα το βάλανε ανάποδα ̇ βάλανε την πάνω την μεριά κἀτω και την κάτω την μεριά πάνω) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Όταν μια ναίκα την πιάνκανε με άλλον άντρα, τότε την βάνκανε πάνου σε γαϊδίρι ξενάστρεφα και θωρείνκε την ουρά· ο άντρας κρατείνκε το ιβάρι και γύριζαν όλο το χωριό και ο κόσμος έβgαινε σα δώματα και έφτυνε (Όταν μια γυναίκα την έπιαναν με άλλον άντρα, τότε την βάζανε πάνω σε γαϊδούρι ανάποδα και έβλεπε την ουρά· ο άντρας κράταγε το καπίστρι και γύριζαν όλο το χωριό και ο κόσμος έβγαινε στις ταράτσες και την έφτυνε) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 || Ασμ. Τσανάστροφα καλίγωσε και ανάτολα τση παίν' (Ανάποδα πετάλωσε το άλογο και πηγαίνει ανατολικά) Τελμ. -Αινατζ. Συνών. ανακούπα, κούπα, κούπαλλαϊ, ντεβρέδια
Τροποποιήθηκε: 10/08/2025