ξανάστροφα
(επίρρ.)
ξενάστροφα
[kseˈnastrofa]
Φάρασ.
ξενάστρεφα
[kseʹnastrefa]
Φάρασ.
τσανάστροφα
[tsaˈnastrofa]
Τελμ.
Από το νεότ. επίρρ. ξανάστροφα, το οπ. από το μεσν. επίρρ. ἐξανάστροφα, το οπ. από το επίθ. ξανάστροφος.
Ανάποδα, αντίστροφα
ό.π.τ.
:
Ορτά μα εἶνται, είνdαι ξενάστρεφα
(Δεν είναι όρθια-σωστά, είναι ανάποδα)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Το σκαλία να ’ν’ ορτός για, έθακάν τα ξενάστρεφα· έθακαν τα πάνου τη μερέ κάτου τσ̑αι τα κάτου τη μερέ πάνου
(Το σκαλί αυτό θα είναι όρθιο, μα το βάλανε ανάποδα ̇ βάλανε την πάνω την μεριά κἀτω και την κάτω την μεριά πάνω)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Ασμ.
Τσανάστροφα καλίγωσε και ανάτολα τση παίν'
(Ανάποδα πετάλωσε το άλογο και πηγαίνει ανατολικά)
Τελμ.
-Αινατζ.
Συνών.
ανακούπα, κούπα, κούπαλλαϊ, ντεβρέδια