ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξαπλώνω (ρ.) ξαπλώνω [ˈksaplono] Γούρδ. ξαπλώνου [ksaˈplonu] Σίλ. Αόρ. ξάπλωσα [ˈksaplosa] Γούρδ. Παθ. ξαπλώνουμου [ksaˈplonumu] Σίλ. Αόρ. ξαπλώσ'κα [ksaˈploska] Σίλ. Από το μεσν. ρ. ξαπλώνω (< μεσν. ρ. ἐξαπλώνω < μεταγν. ρ. ἐξαπλόω).
Ξαπλώνω ό.π.τ. Συνών. απλώνω, μακρυναίνω, ντεβριλντώ, χαλάνω