ξαπλώνω
(ρ.)
ξαπλώνω
[ˈksaplono]
Γούρδ.
ξαπλώνου
[ksaˈplonu]
Σίλ.
Αόρ.
ξάπλωσα
[ˈksaplosa]
Γούρδ.
Παθ.
ξαπλώνουμου
[ksaˈplonumu]
Σίλ.
Αόρ.
ξαπλώσ'κα
[ksaˈploska]
Σίλ.
Από το μεσν. ρ. ξαπλώνω (< μεσν. ρ. ἐξαπλώνω < μεταγν. ρ. ἐξαπλόω).