ξαγορευτής
(ουσ. αρσ.)
ξαγορευτής
[ksaɣorefˈtis]
Σινασσ.
Από το μεταγν. ουσ. ἐξαγορευτής. Ο τύπ. ξα- μεσν.
Εξομολόγος
Συνών.
ξομολόγος