ξάδελφος
(ουσ. αρσ.)
ξάδελφος
[ˈksaðelfos]
Φάρασ.
ξάελφος
[ˈksaelfos]
Μισθ.
Θηλ.
ξαδέλφη
[ksaˈðelfι]
Φάρασ.
αξάδελφος
[aˈksaðelfos]
Σινασσ.
Από το μεταγν. ουσ. ἐξάδελφος. Οι τύπ. ξάδελφος και αξάδελφος ήδη μεσν.