ξάδελφος
(ουσ. αρσ.)
ξάδελφος
[ˈksaðelfos]
Φάρασ.
αξάδελφος
[aˈksaðelfos]
Σινασσ.
ξάελφος
[ˈksaelfos]
Μισθ.
ξάιλφος
[ˈksailfos]
Μισθ.
ξάδερφος
[ˈksaðerfos]
Μισθ.
Θηλ.
ξαδέλφη
[ksaˈðelfι]
Φάρασ.
Από το μεταγν. ουσ. ἐξάδελφος. Οι τύπ. ξάδελφος και αξάδελφος ήδη μεσν.
Ξάδελφος
ό.π.τ.
:
Δετσού χάη τσι ξάδερφο μ'
(Εδώ πέθανε ο ξάδελφός μου)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Aμι ξάϊλφε, έπαρ' iτό ου κορίτσ'
(Άντε, ξάδερφε, πάρε αυτό το κορίτσι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
ανέψι, ανεψιός :1
Τροποποιήθηκε: 13/06/2025