ξαναπέφτω
(ρ.)
ξαναπέφτω
[ksanaˈpefto]
Αξ., Μαλακ., Σινασσ.
Νεότ. ρ. ξαναπέφτω (Λεξ. Βλάχ., λ. ξανακοιλιῶ), το οπ. από το επίρρ. ξανά και το ρ. πέφτω.
1. Υποτροπιάζω
Μαλακ., Σινασσ.
2. Αρρωσταίνω ξανά
Αξ.