ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξαναπέφτω (ρ.) ξαναπέφτω [ksanaˈpefto] Αξ., Μαλακ., Σινασσ. Νεότ. ρ. ξαναπέφτω (Λεξ. Βλάχ., λ. ξανακοιλιῶ), το οπ. από το πρόθμ. ξανά και το ρ. πέφτω.
1. Υποτροπιάζω Μαλακ., Σινασσ.
2. Αρρωσταίνω ξανά Αξ.
Τροποποιήθηκε: 25/06/2025