ξενιτευτής
(ουσ. αρσ.)
ξενιτευτής
[kseniteˈftis]
Σινασσ.
Μεσν. ουσ. ξενιτευτής από το αρχ. ρ. ξενιτεύω = ξενιτεύομαι και το παραγωγ. επίθμ. -τής.
Μόνο σε άσμ., ξενιτεμένος
:
|| Ασμ.
Ξενιτευτής απέρασε στο μαύρο καβαλάρης
Κονdοκρατεί το μαύρο του και την καλημεράει (Ένας ξενιτεμένος πέρασε καβάλα στο μαύρο του άλογο
Συγκρατεί το άλογό του από τα γκέμια κα την καλημερίζει) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. γιαμπαντζής, κουρμπετλής, ξένος :2
Κονdοκρατεί το μαύρο του και την καλημεράει (Ένας ξενιτεμένος πέρασε καβάλα στο μαύρο του άλογο
Συγκρατεί το άλογό του από τα γκέμια κα την καλημερίζει) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. γιαμπαντζής, κουρμπετλής, ξένος :2
Τροποποιήθηκε: 22/07/2025