ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξενιτευτής (ουσ. αρσ.) ξενιτευτής [kseniteˈftis] Σινασσ. Μεσν. ουσ. ξενιτευτής από το αρχ. ρ. ξενιτεύω = ξενιτεύομαι και το παραγωγ. επίθμ. -τής.
Μόνο σε άσμ., ξενιτεμένος : || Ασμ. Ξενιτευτής απέρασε στο μαύρο καβαλάρης
Κοντοκρατεί το μαύρο του και την καλημεράει
(Ένας ξενιτεμένος πέρασε καβάλα στο μαύρο του άλογο
Συγκρατεί το άλογό του από τα γκέμια κα την καλημερίζει)
Σινασσ. -Αρχέλ.
Συνών. γιαμπαντζής, κουρμπετλής, ξένος :2