ξεραίνω
(ρ.)
ξεραίνου
[kseˈreno]
Σίλ.
ξερανίσκου
[kseraˈnisku]
Σίλ.
Παρατατ.
ξεραϊνόσκα
[kseraiˈnoska]
Σίλ.
Αόρ.
ξέρανα
[ˈkserana]
Σίλ.
ξέρασα
[ˈkserasa]
Σίλ., Φάρασ.
Παθ.
ξερανίσκουμου
[kseraˈniskumu]
Σίλ.
Από το μεσν. ρ. ξεραίνω από το αρχ. ξηραίνω. Το ξερανίσκου με βάση τον αόρ. ξέρανα και το επίθμ. -ίσκω.
1. Ξεραίνομαι
ό.π.τ.
:
Ξέρανι γλώσσα μου
(Ξεράθηκε η γλώσσα μου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ξερανίσκουντι τ' αbέλια, σέλουνε νιαρό
(Ξεραίνονται τα αμπέλια, χρειάζονται νερό)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ξέρασι γης φέτους
(Ξεράθηκε η γη φέτος)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
’στέρου ξεράσανε του αβτζ̑ή-Μουράτη τα σ̑έρε· τζο μπόρκε να σηκώσει τουφάγκι σα δισώμε του
(Ύστερα ξεράθηκαν του κυνηγού-Μουράτη τα χέρια· δεν μπορούσε να σηκώσει το τουφέκι στους ώμους του)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
γκεβρεκιάζω, ξερώνω
2. Στεγνώνω
:
Γιούπλουσαμ' ντα, γιουπλώνουμ' ντα dαράτσες τα ρούχα μας, ξέρανασ̑ι
(Τα απλώσαμε, απλώναμε στις ταράτσες τα ρούχα μας, στέγνωσαν)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
φρύγω :2, ξερώνω
Τροποποιήθηκε: 06/05/2025