ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξεραίνω (ρ.) ξεραίνου [kseˈreno] Σίλ. ξερανίσκου [kseraˈnisku] Σίλ. Παρατατ. ξεραϊνόσκα [kseraiˈnoska] Σίλ. Αόρ. ξέρανα [ˈkserana] Σίλ. ξέρασα [ˈkserasa] Σίλ., Φάρασ. Παθ. ξερανίσκουμου [kseraˈniskumu] Σίλ. Από το μεσν. ρ. ξεραίνω από το αρχ. ξηραίνω. Το ξερανίσκου με βάση τον αόρ. ξέρανα και το επίθμ. -ίσκω.
1. Ξεραίνομαι ό.π.τ. : Ξέρανι γλώσσα μου (Ξεράθηκε η γλώσσα μου) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ξερανίσκουντι τ' αbέλια (Ξεράθηκαν τα αμπέλια) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ξέρασι γης φέτους (Ξεράθηκε η γη φέτος) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. γκεβρεκιάζω, ξερώνω
2. Στεγνώνω : Γιούπλουσαμ' ντα, γιουπλώνουμ' ντα dαράτσες τα ρούχα μας, ξέρανασ̑ι (Τα απλώσαμε, απλώναμε στις ταράτσες τα ρούχα μας, στέγνωσαν) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. φρύγω :2, ξερώνω