ξερώνω
(ρ.)
ξερώνω
[kseˈrono]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Ουλαγ., Σίλατ., Σινασσ., Τροχ., Φάρασ., Φερτάκ.
ξερώνου
[kseˈronu]
Μισθ., Τσαρικ.
ξωρώνω
[ksoˈrono]
Τελμ.
Παρατατ.
ξἐρωνα
[ˈkserona]
Αξ., Τροχ.
ξἐρουνα
[ˈkseruna]
Μισθ.
Αόρ.
ξἐρωσα
[ˈkserosa]
Αξ., Σίλατ.
ξἐρουσα
[ˈkserusa]
Αφσάρ., Μισθ., Σινασσ.
Από το επίθ. ξερός και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω.
1. Ξεραίνω
Μισθ.
:
Ξερώνου σταφυλιού τσιγκίλια, να μποίκου σταφίες
(Ξεραίνω τσαμπιά από σταφύλια, για να κάνω σταφίδες)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ξέρουναμ’ ντα μήλα να μποίκουμ’ χοσ̑άφα ντου χειμός
(Ξεραίναμε τα μήλα να κάνουμε κομπόστα το χειμώνα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Φρ.
Ξερώνω νταβά
(Ξεραίνω δίκη˙ Αποσύρω αγωγή)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Λύκος μπαστι̂ρμάγια ντε ξερών'
(Ο λύκος δεν ξεραίνει, δηλ. παστώνει, παστουρμά˙ Για τους σπάταλους)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ο λύκος πάτσ̑ε τζ̑ο ξερώνει
(Ο λύκος πατσές δεν ξεραίνει˙ ο λαίμαργος δεν μπορεί να κάνει οικονομία)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Ξεραίνομαι
ό.π.τ.
:
Τ' γλώσσα μ' ξέρωσεν αζ λιψάγια
(Η γλώσσα μου ξεράθηκε από την δίψα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Μπουdατίζουμ' τα μεϊβάδια, σόνgρα κουβαλούμ' πάλι ση ράχη μας τα ξύλα, απλώνουμ' τα σο δώμα να ξωρώσου
(Κλαδεύουμε τα οπωροφόρα δέντρα, ύστερα κουβαλάμε πάλι στη ράχη μας τα ξύλα, τα απλώνουμε στο δώμα να ξεραθούν)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Οι ναίτσεις έβρασαν το κοτσ̑ί, έθηκάν τα να ξερώσει τσ̑αι να ποίκουνι το πλεούρι
(Οι γυναίκες έβρασαν το στάρι, το έβαλαν να ξεραθεί και να φτιάξουν το πλιγούρι)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Ξέρωνεν εκείνο το χορτάρ’, σ̑άνισ̑καν ντο φ’κάλ’
(Ξεραινόταν εκείνο το χορτάρι, το έκαναν σκούπες)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
|| Φρ.
Ξερώνω και παστώνω
(Ξεραίνομαι και παστώνομαι˙ αδυνατίζω)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
γκεβρεκιάζω, ξεραίνω :1
3. Στεγνώνω
ό.π.τ.
:
Ξερώνω φορτσ̑ές
(Στεγνώνω ρούχα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τα τσόλια ξέρωσαν
(Τα ρούχα στέγνωσαν)
Σίλατ.
-Χωλόπ.
Συνών.
ξεραίνω :2, φρύγω :2
4. Στερεύω
Μισθ., Ουλαγ., Τσαρικ., Φάρασ.
:
Το νερό ξερώνει
(Το νερό στερεύει)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Ντου ποτάμ' ξέρουσι
(Το ποτάμι ξεράθηκε)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Το πλεφρό ξέρουσι
(To πηγάδι στέρεψε)
Τσαρικ.
-ΚΜΣ-ΚΠ294
Ντο αρκ’ ξέρωσε
(Το αυλάκι στέρεψε)
Ουλαγ.
-Κεσ.
|| Φρ.
Α σε πιτάξουν τζ̑αι σο τενίζι, α ξερώσει
(Και στη θάλασσα να σε πετάξουν, θα στερέψει˙ για τους πολύ άτυχους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
5. Μτφ., μένω ξερός από την έκπληξη
Σινασσ.
:
Άμα τό 'μαθαν οι άλλ' ξέρωσαν και 'πόμναν
(Άμα το έμαθαν οι άλλοι έμειναν ξεροί)
Σινασσ.
-Λεύκωμα