ξεψυχώ
(ρ.)
ψ̑υχώ
[pʃιˈxo]
Σίλ.
Αόρ.
ψ̑ύσ̑ησα
[ˈpʃιʃisa]
Σίλ.
Υποτ.
ξεψυσ̑ήσω
[ksepsiˈʃiso]
Ανακ.
Από το μεσν. ρ. ἐξεψυχῶ (< αρχ. ρ. ἐκψύχω = λιποθυμώ, πβ. και μεσν. ἐκψύχω = σκοτώνω). Ο τύπ. ψ̑υχώ με απλολογ. ανομοιωτ. αποβολή του ξε-.
Ξεψυχώ
:
Τεκά σκούdους ψ̑υχά
(Αυτό το σκυλί ξεψυχά)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ζόρια ψ̑ύσ̑ησι
(Δύσκολα ξεψύχησε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Φερέτ’ να συχωρεθεί και να ξεψυσ̑ήσ’
(Φέρτε τον να συγχωρεθεί και να ξεψυχήσει)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Επιθυμά και για κείνο δε μπορεί να ξεψυσ̑ήσ’
(Έχει επιθυμία (να δει τον ξενιτεμένο του) και γι’ αυτό δεν μπορεί να ξεψυχήσει)
Ανακ.
-Κωστ.Α.