ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξεψυχώ (ρ.) ψ̑υχώ [pʃιˈxo] Σίλ. Αόρ. ψ̑ύσ̑ησα [ˈpʃιʃisa] Σίλ. Υποτ. ξεψυσ̑ήσω [ksepsiˈʃiso] Ανακ. Από το μεσν. ρ. ἐξεψυχῶ (< αρχ. ρ. ἐκψύχω = λιποθυμώ, πβ. και μεσν. ἐκψύχω = σκοτώνω). Ο τύπ. ψ̑υχώ με απλολογ. ανομοιωτ. αποβολή του ξε-.
Ξεψυχώ : Τεκά σκούdους ψ̑υχά (Αυτό το σκυλί ξεψυχά) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ζόρια ψ̑ύσ̑ησι (Δύσκολα ξεψύχησε) Σίλ. -Κωστ.Σ. Φερέτ’ να συχωρεθεί και να ξεψυσ̑ήσ’ (Φέρτε τον να συγχωρεθεί και να ξεψυχήσει) Ανακ. -Κωστ.Α. Επιθυμά και για κείνο δε μπορεί να ξεψυσ̑ήσ’ (Έχει επιθυμία (να δει τον ξενιτεμένο του) και γι’ αυτό δεν μπορεί να ξεψυχήσει) Ανακ. -Κωστ.Α.