ξιφρόντι
(ουσ. ουδ.)
ξιφρόνdι-ο
[ksiˈfrondio]
Φάρασ.
ξιφρόνdι
[ksiˈfrondi]
Φάρασ.
Αγν. ετύμ. Για το β' συνθ. βλ. Καρολίδης (1883: 50).
1. Το ποώδες φυτό σκίλλα η υακινθοειδής ή σκίλλα η σιβηρική (scilla hyacinthoides ή scilla siberica), είδος γαλάζιου αγριολούλουδου
2. Το φυτό σκιλλοκρέμμυδο (scilla maritima)