ξοδιάζω
(ρ.)
ξοδιάζω
[ksoˈðʝazo]
Σινασσ.
Mεσν. ρ. ξοδιάζω = ξοδεύω, το οπ. από το μεταγν. ρ. ἐξοδιάζω.
Ξοδεύω
Συνών.
χαρτζεύω
Τροποποιήθηκε: 13/06/2025