ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαρτζεύω (ρ.) χαρτζεύω [xarˈdzevo] Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Ουλαγ. χαρτσ̑εύω [xarˈtʃevo] Φάρασ. χαρτζ̑εύου [xarˈdʒevu] Μισθ., Σίλ., Φάρασ. Παρατατ. χαρτζεύινισ̑κα [xarˈdzeviniʃka] Ουλαγ. χαρτζεύινκα [xarˈdzeviŋka] Ουλαγ. Αόρ. χάρτζιψα [ˈxardzipsa] Μαλακ. χάρτσ̑ιψα [ˈxartʃipsa] Μισθ. Από το νεότ. ουσ. χάρτζι (πβ. Συναδ. Χρον. 1.29.29 «Τὸ ἕνα στρέμμα νὰ πουλήσῃς […] διὰ τὸ χάρτζιν καὶ νὰ ἐντύσῃς τὰ παιδία σου»), το οπ. από το τουρκ. ουσ. harç = χρήματα που ξοδεύτηκαν (πβ. χαρτζιλίκι), και το παραγωγ. επίθμ. -εύω.
Ξοδεύω, δαπανώ, σπαταλώ ό.π.τ. : Απ' ιτσ̑αρώ ντο γιάρωμα κιμό' τι ντε χάρτζεψαμ' (Εξαιτίας της θεραπείας του τι δεν ξοδέψαμε) Ουλαγ. -Μαυρ.-Κεσ. Ατούρα ντα κ'λάτσ̑α χαρτζ̑εύου πολλά π͑αράια (Εκείνα τα παιδιά ξοδεύουν πολλά χρήματα) Μισθ. -Φατ. Χάρτσ̑ιψε ντα παράια τ' (Δαπάνησε τα χρήματά του) Μισθ. -Κοτσαν. Μό ο Θεός κατέσ̑ει νάαταρα παράδια χα χαρτζ̑έψιν (Μόνο ο Θεός ξέρει πόσα λεφτά θα ξόδεψε) Φάρασ. -Bağr. Χάρτζ̑ιψα αυτσή τη ντομάdα πολλά π͑αρά (Ξόδεψα αυτή τη βδομάδα πολλά λεφτά) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. βορίζω, μπιτιρντίζω, πληρώνω