ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

Χάρος (ουσ.) Χάρος [ˈxaros] Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Ποτάμ., Σινασσ., Τελμ., Φερτάκ. Χάροζ [ˈxaroz] Αραβαν. Mεσν. ουσ. χάρος, το οπ. από το αρχ. ουσ. Χάρων = ο πορθμέας του Άδη, που μετέφερε τους νεκρούς από τη μιά όχθη του Αχέροντα ή της Στύγας στην άλλη, με μεταπλ. αναλογ. προς άλλα ουσ. σε -ος.
Ο θάνατος προσωποποιημένος, το πνεύμα του θανάτου ό.π.τ. : Ατλι̂́ς χαχτσ̑ήρη ντουσ̑μανιού το ασκέρ' μ' απέσω και άρχεψε σον το Χάροζ να χερισ̑' τα κιφάλια τουν (Ο καβαλάρης μπήκε μέσα στον εχθρικό στρό κι άρχισε σαν τον Χάρο να θερίζει τα κεφάλια τους) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Εκείνου ξανακρούει τύρα, ξαναλέει, ογώ ήρτα να σι πάρω, είμι χάρος (Εκείνος ξαναχτυπάει την πόρτα, ξαναλέει, Εγώ ήρθα να σε πάρω, είμαι ο Χάρος) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Ασμ. Ακρίτης κάστρον έχτισε Χάρος να μην τον εύρει (Ακρίτας κάστρο έχτισε να μην τον βρει ο Χάρος) Σινασσ. -Αρχέλ. Να σε είδα, Χάρε μου, 'ς ένα πλατσ̑ύ λιβάδι (Να σ' έβλεπα, ρε Χάρε μου, σ' ένα πλατύ λιβάδι) Φερτάκ. -Αναστασ. Σούσα μ', ποιος σε βάρωσε και σ' έδωσε στον Χάρο; (Σούσα μου, ποιος σε βάρεσε και σ' έδωσε στον Χάρο;) Μαλακ. -Παχτ. Να επήρα του Χάρου τα κλειδιά, του Παραδείσου τ' ανοιχτήρια,
να ήνοιξα τον Παράδεισον και να είδα ση μέση ποίοι είνdαι
(Να έπαιρνα του Χάρου τα κλειδιά, κλειδιά του Παραδείσου,
ν' άνοιγα τον Παράδεισο και να 'βλεπα ποιοι 'ναι 'κεί μέσα)
Τελμ. -Lag.