χάρισμα
(ουσ. ουδ.)
χάρισμα
['xarizma]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ποτάμ., Τζαλ., Τροχ.
Πληθ.
χαρίσματα
[xaˈrizmata]
Αξ., Τροχ.
Από το μεταγν. ουσ. χάρισμα = χάρη, δώρο του Θεού.
1. Δωρεά
Αραβαν., Γούρδ., Ποτάμ., Τζαλ.
:
|| Ασμ.
Ας έν’ Ακρίτη σ' χάρισμα κι άλλες σαράντα μέρες
(Aς χαριστούν στον Ακρίτη σου άλλες σαράντα μέρες)
Τζαλ.
-ΚΜΣ-ΚΠ342
Συνών.
καλός
2. Στον πληθ., δώρα που χαρίζουν στον γαμπρό όταν τον ντύνουν
Αξ.
:
Ιγιώ ένα εdέτ’ που υπήρχε ’ς τα γάμοσγια, ό,τι φέρισ̑κες δώρα, μπαγι̂́ρντεινεν τελάλης και λέισ̑κε: «Χαρίσματα, χαρίσματα! Ασ’ σον νταή το Νικόλα ένα χτήνο»
(Εδώ ένα έθιμο που υπήρχε στους γάμους (ήταν πως για) ό,τι δώρα έφερνες, φώναζε ο ντελάλης και έλεγε: "Χαρίσματα, χαρίσματα! Απ' τον θείο Νικόλα ΄μια αγελάδα (δώρο)")
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
Πβ.
γαλαγάτι :1, γαλαγάτι :2, μποχτσάς, τριπλιώτικο
3. Τάμα
Ποτάμ.
:
Χάρισμα σο εικόνισμα
(Τάμα στην εικόνα του αγίου)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ327
4. Κύριο ανδρικό όνομα
Αξ.