ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χάρισμα (ουσ. ουδ.) χάρισμα ['xarizma] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ποτάμ., Τζαλ., Τροχ. Πληθ. χαρίσματα [xaˈrizmata] Αξ., Τροχ. Από το μεταγν. ουσ. χάρισμα = χάρη, δώρο του Θεού.
1. Δωρεά Αραβαν., Γούρδ., Ποτάμ., Τζαλ. : || Ασμ. Ας έν’ Ακρίτη σ' χάρισμα κι άλλες σαράντα μέρες (Aς χαριστούν στον Ακρίτη σου άλλες σαράντα μέρες) Τζαλ. -ΚΜΣ-ΚΠ342 Συνών. καλός
2. Στον πληθ., δώρα που χαρίζουν στον γαμπρό όταν τον ντύνουν Αξ. : Ιγιώ ένα εdέτ’ που υπήρχε ’ς τα γάμοσγια, ό,τι φέρισ̑κες δώρα, μπαγι̂́ρντεινεν τελάλης και λέισ̑κε: «Χαρίσματα, χαρίσματα! Ασ’ σον νταή το Νικόλα ένα χτήνο» (Εδώ ένα έθιμο που υπήρχε στους γάμους (ήταν πως για) ό,τι δώρα έφερνες, φώναζε ο ντελάλης και έλεγε: "Χαρίσματα, χαρίσματα! Απ' τον θείο Νικόλα ΄μια αγελάδα (δώρο)") Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 Πβ. γαλαγάτι :1, γαλαγάτι :2, μποχτσάς, τριπλιώτικο
3. Τάμα Ποτάμ. : Χάρισμα σο εικόνισμα (Τάμα στην εικόνα του αγίου) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327
4. Κύριο ανδρικό όνομα Αξ.