ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καλός (επίθ.) καλός [kaˈlos] Σίλ. καλό [kaˈlo] Καππ. κ͑αλό [kʰaˈlo] Φερτάκ. καλόν [kaˈlon] Ουλαγ. καό [kaˈo] Αφσάρ., Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. γκαό [gaˈo] Φάρασ. καγό [kaˈɣo] Φάρασ. Θηλ. καλή [kaˈli] Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Τζαλ. καλ̑ή [kaˈʎi] Σίλ. καλάνα [kaˈlana] Ανακ., Ποτάμ., Σίλατ., Τελμ., Τσαρικ. Aρχ. επίθ. καλός. Η αποβολή μεσοφωνηεντ. [l] στον τύπ. καό ομαλή για το ιδ. Φαράσων. Ο τύπ. καλάνα απαντά και ως κύριο όνομα στα Σίλατα (Χωλόπουλος 1897: 288, Νίγδελης & Σταματιάδης χ.χ.: 286) καθώς και σε μεσαιωνικά έγγραφα (TLG).
1. Ωραίος, όμορφος Μισθ., Ουλαγ., Φάρασ., Φλογ. : Αν γκαό νύφη (Μια όμορφη νύφη) Φάρασ. -Ανδρ. Εκείνο κειότονε καλό τσ̑εσμέ (Εκείνη ήτανε μιά ωραία βρύση) Φλογ. -Dawk. Εκείνη η ώρα πέρνανι ένα καλό ναίκα από 'κεί ομbρό (Εκείνη την ώρα πέρναγε μιά ωραία γυναίκα από κει μπροστά) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ήγρεψε κι το κορίτσ̑ι ένι αν καό φσ̑αχόκκο (Είδε η κοπέλα ότι είναι ένα όμορφο παλληκάρι) Φάρασ. -Dawk.Boy || Παροιμ. Το καγό το πρόβατο όξω τζ̑ο βκάουν τα (Το καλό το πρόβατο έξω δεν το βγάζουν˙ το έλεγαν για τις ενάρετες νύφες που δεν έπρεπε να τις παντρεύουν με άντρες άλλων χωριών ) Φάρασ. -Λεβίδ.Παροιμ. Συνών. αγγελικός :2, γιακισικλής, γκιουζέλ, κελέσης :1, όμορφος, χόσι :1
2. Καλός, ποιοτικός Καππ. : Εγώ απ' εσένα κι άλλο καλό ειμαι (Εγώ είμαι καλύτερος από σένα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Κρέψε ένα καλό σ̑έι· ιτό το έκρεψες ένα σ̑έι ντέ 'ναι (Ζήτα ένα καλό πράγμα· αυτό που ζήτησες δεν είναι τίποτα) Ουλαγ. -Κεσ. Ένα κ͑αλό κ͑ύριο άτρωπος έν'νε βαρύ αστενάρ' (Ένας καλός κύριος αρρώστησε βαριά) Φερτάκ. -Thumb Το 'μέτρο η βγκώσσα και 'σ' το Βαρασ̑ό ήτουνε τσ̑άφ καό, και 'σ' του Αφσ̑αρού τσ̑άφ καό (Η δική μας γλώσσα ήτανε καλύτερη από των Φαράσων, και καλύτερη από του Αφσαριού) Φκόσ. -ΚΜΣ-ΚΠ371 || Φρ. Καλή 'λάφρωση (Καλή ελάφρωση˙ ευχή προς έγγυο, καλή λευτεριά) Τζαλ. -ΚΜΣ-ΚΠ342 Ώρα καλή / καλή σου ώρα Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ328 || Παροιμ. Το καλό μέρα ασ' σαbαχτάν φαίνεται (Η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται˙ το κοινό) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ερ να κάψου το στόμα μου, ν’dα κάψου 'ς α̈ν καό φαΐ (Αν κάψω το στόμα μου, ας το κάψω από ένα καλό φαΐ˙ όταν κοπιάζει ή ξοδεύει κανείς πολύ, θα πρέπει να είναι για κάτι σημαντικό ή ποιοτικό) Αφσάρ. -Αναστασ.Ιδ. || Ασμ. Γιαννάκη μ', να 'χες μάνα, νά 'χες αδελφή
Έχω και καλή μάνα, έχω κι αδελφή
(Γιαννάκη μου, να 'χες μάνα, να 'χες αδελφή
Έχω και καλή μάνα, έχω κι αδελφή)
Σινασσ. -ΚΜΣ-CD
Συνών. γεγίνης, χόσι :2
3. Ενάρετος, ηθικός, καλόκαρδος Καππ. : Εσ̑ύ φαίνεσαι καλό φσ̑άχ' αμ-μά μάνα σ' γιατσ̑ί ντέ σε αγαπά; (Εσύ φαίνεσαι καλό παιδί αλλά η μάνα σου γιατί δεν σ' αγαπάει;) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Καλό ιντσιάνους (Καλός άνθρωπος) Μισθ. -Κοτσαν. Ήβρι καλ̑ή νιούφη (Βρήκε καλή νύφη) Σίλ. -Εκμεκ. Ντo καλόν ντο ψυή ως να χαεί λαλεί· αν έν' κακό ψυή, τσαπαλαdά (Η καλή ψυχή, δηλ. ο καλόψυχος άνθρωπος, μέχρι να πεθάνει μιλάει· αν είναι κακή ψυχή, αγωνιά επιθανάτια) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Παροιμ. Το καλό άρχωπος έρεται 'ς το λόγοζ-ου-τ' απάνω (Ο καλός άνθρωπος έρχεται στον λόγο του απάνω˙ για όποιον εμφανίζεται την ώρα που τον μελετάνε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Είσαι καό αμά λες πουά ψέματα (Είσαι καλός αλλά λες πολλά ψέματα˙ Ειρων. για τους ψεύτες) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. ζορλούς
4. Πρόσχαρος Σίλ.
5. Το ουδ. ως ουσ., ευεργεσία, δώρο, καλή κατάσταση ό.π.τ. : Τούς καό ’υρεύ’ να σε ποίκω; (Τι καλό θέλεις να σου κάνω;) Φάρασ. -Παπαδ. Σάλτσα του να μι ποίκ' ένα καλό (Τον έστειλα να μου κάνει μιά εξυπηρέτηση) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 Εγώ σαν μάνα τρανώ το καλό σ' (Εγώ ως μάνα κοιτάζω το καλό σου) Σινασσ. -Λεύκωμα || Φρ. Ήφερά το σα καλά τ' (Τον έφερα στα καλά του˙ τον συνέφερα από λιποθυμία) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Άμε στο καλό (Άντε στο καλό˙ ευχή) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Στα καλά του ρέ 'ναι (Δεν είναι στα καλά του˙ είναι τρελός) Σίλ. -Κωστ.Σ. Δώτσ̑εν ο Θιός τα κά του (Έδωσε ο Θεός τα καλά του˙ ευφημιστικά-ειρων., για δυσάρεστη κατάσταση) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Παροιμ. Ποίτσ̑ε αν γκαό τσ̑αι κόνdα τα ση γωνία (Κάνε ένα καλό και ρίξε το στην γωνία˙ κάνε το καλό και ρίξ' το στο γιαλό, το καλό δεν θέλει ανταμοιβή) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. εϊλίκι :1, καλοσύνη, κερεμέτι :1, χαΐρι :2, χάρισμα
β. To oυδ. ως ουσ. στον πληθ., εορταστική, επίσημη ενδυμασία ό.π.τ. : Φόρ'σαν τα καλά τουν γκαι ξέβαν σο στράτα (Φόρεσαν τα καλά τους και βγήκαν στον δρόμο ) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Ασμ. Αδέλφ' αν ήρτες για καλό, τα καλά μ' ας φορέσω,
κι αν πάλι ήρτες για κακό, ούλα μ' μαύρ' ας φορέσω
(Αδέλφι, αν ήρθες για καλό, ας φορέσω τα καλά μου,
κι αν πάλι ήρθες για κακό, ας φορέσω όλο μαύρα)
Σινασσ. -Αρχέλ.
6. Μόνο σε άσμ. το θηλ. ως ουσ., η ερωμένη ή η σύζυγος Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ. : || Ασμ. Καλή μ' τα χίλια 'ξάζει τα (Η γυναίκα μου αξίζει τα χίλια) -Αρχέλ. Πένdε φιλά το μαύρο του και δέκα την καλήν του (Πέντε φορές φιλά το μάυρο άλογό του και δέκα φορές την γυναίκα του) Τελμ. -Lag. Σαν την Μαρού την λένε 'ς είναι η καλή σου (Αυτήν που λένε Μαρού ας γίνει ερωμένη σου) Σινασσ. -Lag. -Κι εγώ για την καλάνα μου την κεφαλήν μου θέκνω-Γιαννάκη μ', με το νού σ' εσύ, Γιαννάκη μ' μετανιώνεις
Κούρβας κόρ' είναι και βρίσκεται, κι άλλο κεφάλ' δε βρίσκεις
(-Κι εγώ για την καλή μου θυσιάζω το κεφάλι μου
-Γιαννάκη μου άλλαξε γνώμη, Γιαννάκη μου μετανόησε,
Μια κόρη πουτάνας είναι και βρίσκεται κι άλλη, ενώ κεφάλι δεν βρίσκεις άλλο)
Ανακ. -ΙΛΝΕ 374
Αργά ας λουστεί καλάνα μου, αργ' ας πλυθεί καλή μου
Αργ' ας φέρ' το γεύμα μου, γεύμα το μεσ'μερ'νό μου
(Αργά ας λουστεί η γυναίκα μου, αργά ας πλυθεί η καλή μου
Αργά ας φέρει το γεύμα μου, το γεύμα το μεσημεριανό μου)
Σίλατ. -Χωλόπ.Μ.
Ντου φσ̑άχ' κλαίει σου νανούι, καλάνα μ'
Ντου φσ̑άχ' έσκασι σου νανούι, καλάνα μ'
Τις να 'ου σουλαΐσ', καλάνα μ';
(Το μωρό κλαίει στην κούνια του, καλή μου
Το μωρό έσκασε στην κούνια του, καλή μου
Ποιος να το κουνήσει, καλή μου;)
Τσαρικ. -Καραλ.
Συνών. γυναίκα :2, γυναικόπουλο, εξικλής :2, χανίμ :1, χανούμισσα :1
7. Ως επιρρηματ. κατηγορούμενο, καλά Ουλαγ., Σίλατ., Σίλ., Τσουχούρ., Φερτάκ., Φλογ. : Δε ντο σάνεις ετό το όργο καλό (Δεν την κάνεις σωστά αυτή τη δουλειά) Φλογ. -Dawk. Σα δύου ημέρι τ’ ορνίθι ’ενότουνι καό (Σε δύο μέρες το κοτόπουλο έγινε καλά) Τσουχούρ. -VLACH Mε έβρεξε, καλό ήτον (Αν δεν έβρεχε, καλά θα ήταν) Ουλαγ. -Κεσ. Τσ̑ο φτσ̑άνεις; Καλή μ’ είσου; (Τι κάνεις; Καλά είσαι;) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Τσ̑ο φτσ̑άνεις; Καλός μου είσου; (Τι κάνεις; Είσαι καλά;) Σίλ. -Συλλ. Πλυναίνκαν τα καό να νάνdι πάκα (Τα έπλεναν καλά να είναι καθαρά) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Έζησαν τσ̑ίπ του καό πουά χρόνοι (Έζησαν όλοι τους καλά για πολλά χρόνια) Τσουχούρ. -Αναστασ.Μ. Συνών. αλήθεια, ιράστα :1, ορθούτσικα :3, ορθά