γεγίνης
(επίθ.)
γεγίν'
[ʝeˈʝin]
Τροχ.
γεΐν'
[ʝeˈin]
Μισθ.
Γεν.
γεγινογιού
[ʝeʝinoˈʝu]
Τροχ.
Πληθ.
γεΐνια
[ʝeˈiɲa]
Μισθ.
Από το τουρκ. επίθ. yeğin = α) παλαιότ. νικηφόρος, δραστήριος, βίαιος β) αυστηρός γ) ανώτερος δ) διαλεκτ. γενναίος, δυνατός, γρήγορος, εργατικός ε) διαλεκτ. καλός, ευγενικός.
2. Γερός, δυνατός
Μισθ.
:
Έχουν ντυό γεΐνια αλούγαδα
(Έχουν δυο γερά άλογα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
αζγούνης, γαΐμ, γερός, λιαρός, σαγλάμι
3. Επιφανής
Τροχ.
:
Κειότουν με τον καιρό ένας άνθρωπος πολύ γεγίν'
(Ήταν κάποτε ένας άνθρωπος πολύ επιφανής)
Τροχ.
-ΚΜΣ-ΚΠ290
4. Ο πληθ. ως επίρρ., με ευχαρίστηση
Μισθ.
:
Να πήρις λίου καχαρό ψωμί· ντα φσ̑άα γεΐνια ντου τρώισκαν
(Να αγόραζες λίγο άσπρο ψωμί· τα παιδιά θα το έτρωγαν με ευχαρίστηση)
Μισθ.
-Φατ.