ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γεγίνης (επίθ.) γεγίν' [ʝeˈʝin] Τροχ. γεΐν' [ʝeˈin] Μισθ. Γεν. γεγινογιού [ʝeʝinoˈʝu] Τροχ. Πληθ. γεΐνια [ʝeˈiɲa] Μισθ. Από το τουρκ. επίθ. yeğin = α) παλαιότ. νικηφόρος, δραστήριος, βίαιος β) αυστηρός γ) ανώτερος δ) διαλεκτ. γενναίος, δυνατός, γρήγορος, εργατικός ε) διαλεκτ. καλός, ευγενικός.
1. Καλός Μισθ. Συνών. καλός, χόσι :2
2. Γερός, δυνατός Μισθ. : Έχουν ντυό γεΐνια αλούγαδα (Έχουν δυο γερά άλογα) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. αζγούνης, γαΐμ, γερός, λιαρός, σαγλάμι
3. Επιφανής Τροχ. : Κειότουν με τον καιρό ένας άνθρωπος πολύ γεγίν' (Ήταν κάποτε ένας άνθρωπος πολύ επιφανής) Τροχ. -ΚΜΣ-ΚΠ290
4. Ο πληθ. ως επίρρ., με ευχαρίστηση Μισθ. : Να πήρις λίου καχαρό ψωμί· ντα φσ̑άα γεΐνια ντου τρώισκαν (Να αγόραζες λίγο άσπρο ψωμί· τα παιδιά θα το έτρωγαν με ευχαρίστηση) Μισθ. -Φατ.