γέλασμα
(ουσ. ουδ.)
γέλασμα
[ˈʝelazma]
Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ.
γέλαμα
[ˈʝelama]
Μισθ., Ουλαγ., Φλογ.
Από το αρχ. ουσ. γέλασμα = χαμόγελο. Η σημ. ‘κοροϊδία’ ήδη μεσν. Η σημ. ‘εξαπάτηση’ νεότ.
2. Χαμόγελο
Μισθ.
3. Κοροϊδία, περιγέλασμα
Ουλαγ., Σινασσ.
:
Τ̔ίχαλο γέλασμα 'ναι;
(Τι λογής γέλιο είναι; Γιατί κοροϊδεύεις;)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ουτσ̑ά ντα έπα ντεΐ, ντο γέλαμά σ' τί 'ναι;
(Επειδή το είπα έτσι, γιατί γελάς;)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Το γέλασμά σ' τσ̑' έν;
(Τί είναι το γέλιο σου, γιατί κοροϊδεύεις;)
Συνών.
αναγέλασμα