ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γέλασμα (ουσ. ουδ.) γέλασμα [ˈʝelazma] Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ. γέλαμα [ˈʝelama] Μισθ., Ουλαγ., Φλογ. Από το αρχ. ουσ. γέλασμα = χαμόγελο. Η σημ. ‘κοροϊδία’ ήδη μεσν. Η σημ. ‘εξαπάτηση’ νεότ.
1. Γέλιο ό.π.τ. : Οπ' τα γελάσματά τσ̑ης ξέβ'κι ψ̑υσ̑ή τσ̑ης (Απ' τα γέλια βγήκε η ψυχή της) Σίλ. -Κωστ.Σ. Μπαΐλτσα σου γέλαμα (Ξεράθηκα στα γέλια) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Εbέ! Ντετσού να ρανήεις του γέλαμα! (Αμάν! Εκεί να δεις γέλιο!) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. γελάσιμο, γελιά
2. Χαμόγελο Μισθ.
3. Κοροϊδία, περιγέλασμα Ουλαγ., Σινασσ. : Τ̔ίχαλο γέλασμα 'ναι; (Τι λογής γέλιο είναι; Γιατί κοροϊδεύεις;) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ουτσ̑ά ντα έπα ντεΐ, ντο γέλαμά σ' τί 'ναι; (Επειδή το είπα έτσι, γιατί γελάς;) Ουλαγ. -Κεσ. Το γέλασμά σ' τσ̑' έν; (Τί είναι το γέλιο σου, γιατί κοροϊδεύεις;) Συνών. αναγέλασμα
4. Εξαπάτηση, ξεγέλασμα Αραβαν., Γούρδ. Συνών. κόμπωμα