ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γελκένι (ουσ. ουδ.) γερκένι [ʝerˈceni] Φάρασ. γαλκές [ɣalˈkes] Αφσάρ. Από το τουρκ. ουσ. yele, όπου και διαλεκτ. τύπ. yelke = α) χαίτη β) ραχιαίο πτερύγιο ψαριών.
Χαίτη ό.π.τ. : -Το γερκένι μου πάλ' γαπάρτ'σε μα;-Το γερκένι σου πάλ' σηκώθ' ορτώς! (Η χαίτη μου πάλι μήπως φούντωσε;-Και η χαίτη σηκώθηκε όρθια!) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Πβ. κεκίλι :3