γέλτημα
(ουσ. ουδ.)
γέλτημα
[ˈʝeltima]
Φλογ.
Από το ρ. γελτώ και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Στο παιχνίδι ξυλίκι, η διαδικασία απόκρουσης της τσελίκας