γελτώ
(ρ.)
γελτώ
[ʝelˈto]
Φλογ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. yelmek = α) τρέχω, τρέχω πίσω από κάποιον β) κάνω κάποιον να τρέξει (TSS, λ. yelmek).
1. Κυνηγώ
Συνών.
αβλαντίζω :1, γατιαίνω, κατακωλώ, κοβαλαντίζω, κωλώ