ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κατακωλώ (ρ.) κατακωλώ [katakoˈlo] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Σινασσ., Φλογ. κατακαλώ [katakoˈlo] Σινασσ. κατακωώ [katakοˈo] Φάρασ. κατακουώ [katakuˈo] Φάρασ. κατακωάγω [katakοˈaɣo] Φάρασ. κατακωλύζω [katakoˈlizo] Φάρασ. Αόρ. κατακώλ’σα [kataˈkοlsa] Αραβαν., Γούρδ., Φλογ. κατακὠλτσα [kataˈkοltsa] Αξ., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Τσαρικ., Φάρασ., Φλογ. Από το αρχ. ρ. κατακωλύω = εμποδίζω, αποκλείω (Καράμποδος 1948: 60), με μεταπλ. κατά τα ρήματα σε λόγω της φωνολογικής σύμπτωσης των αοριστικών δομών τους. Ο τύπ. κατακωάγω από ασυναίρετο τύπ. κατακωάω με ανάπτυξη μεσοφωνηεντικού [ɣ]. Ο τύπ. κατακαλώ με αφομοίωση του [o] από το προηγούμενο [a]. Ο τύπ. κατακωλύζω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ίζω. Μάλλον εσφαλμένη η ετυμολογ. σύνδεση του ρ. το με το ρ. κολλώ, πρόταση που υιοθετεί και το ΙΛΝΕ για το λ. ἀγκολλῶ ‘διώκω, κυνηγώ, απομακρύνω’, ετυμολογώντας το από το ρ. κολλῶ. Πβ. και ποντ. κατακωλύω και κατακωλώ. Πβ. κωλώ
1. Διώχνω ό.π.τ. : Σοτίπως κατακωά σε ο τατά σου στο σπίτι σας; (Γιατί σε διώχνει ο πατέρας σου από το σπίτι σας;) Φάρασ. -Dawk. Κατακώλτσα πόσα πελάτις (Έδιωξα πόσους πελάτες) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Κατακώλα ντα κούρκις απ' του μπαχτσ̑ά (Διώξε τις γαλοπούλες από τον κήπο) Μισθ. -Κοτσαν. Κανείς κουνdά μ' ντε γκιαλαdζεύ', λέω, κατακωλώ δα (Κανένας κοντά μου δεν μιλάει, λέω, τους αποδιώχνω) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Κατακώλτσαν τα Τουρκούς τσ̑ι έχ'σαν ντου χωριό (Έδιωξαν τους Τούρκους και έχτισαν το χωριό) Τσαρικ. -Καραλ. || Παροιμ. Έρτσ̑εται τα όξου τσ̑αι κατακουά τα ’πέσου (Έρχεται το έξω και διώχνει το από μέσα˙ ήρθανε τα άγρια να διώξουνε τα ήμερα· όταν οι νεοφερμένοι/αδαείς προσπαθούν να παραμερίσουν τους παλιούς/έμπειρους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Τ' ορτόν του καdζεύει, 'σ' τα εννέα χωρία κατακωλύζουν τα (Όποιος λέει την αλήθεια, τον διώχνουν από τα εννιά χωριά˙ η αλήθεια είναι πάντα δυσάρεστη) Φάρασ. -Λεβίδ.Παροιμ. Συνών. γατιαίνω, γιολαντίζω :3, κοβαλαντίζω, νταγιτίζω, σαβντιρντίζω :1
2. Κυνηγάω, καταδιώκω ό.π.τ. : Ογώ να ήdουμι παλ’κάρ’, ντου σ̑κυλί ντε μι κατακώλαν (Εγώ αν ήμουν παλληκάρι, το σκυλί δεν θα με κυνηγούσε· από παραμύθι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Στο Νίγντε απ’ κατόπ’σα μας μι τα χτα̈́ρια κατακώλανα μας (Στην Νίγδη από πίσω μας με τις πέτρες μάς κυνηγούσαν) Μισθ. -Κωστ.Μ. Είντζαμ’ ένα αλιbίκ-κα, κατακωλ’τσαμ’ (Είδαμε μιά αλεπού, την κυνηγήσαμε) Αξ. -Μαυροχ. Άλλα σκότωσαν, άλλα έπιασαν γεσίρ, άλλα κατακώλ’σαν ντα (Άλλους τους σκότωσαν, άλλους του έπιασαν αιχμαλώτους, άλλους τους κυνήγησαν) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. γατιαίνω, κοβαλαντίζω, κωλώ
3. Ειδικότ., απελαύνω Μισθ. : Κατακώλτσαν μι γιαΐ ντεν μποίκα ατό που κρεύιξαν (Με απέλασαν διότι δεν έκανα αυτό πού ήθελαν) Μισθ. -Κοτσαν. Μάνα τ' τσόδουν 'σ' του Μιστί, 'στέρια, λέ', κατακώλτσαν ντα ήρταν, λέ', τσαούρτα (Η μάνα της ήταν από το Μισθί, έπειτα τους απέλασαν, ήρθαν, λέει, εδώ πέρα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
4. Απολύω κάποιον από την εργασία του Μισθ. : Κατακώλτσ̑αν μι απ' τ’ όργου μ' (Με απολύσανε από την δουλειά μου) Μισθ. -Κοτσαν.
5. Παρεμποδίζω κάτι ή κάποιον Γούρδ.