κατανημερινός
(επίθ.)
κατανημερ'νό
[katanimerˈno]
Φάρασ.
Από το επίθ. καθημερινός με αναλογ. επίδρ. της προθ. κατά.
Καθημερινός
:
Πααίνκε να πουλήσει το κατανημερ'νό την κωστή
(Πήγαινε να πουλήσει την καθημερινή την κλωστή, ενν. για να φάνε)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.