ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κατανημερινός (επίθ.) κατανημερ'νό [katanimerˈno] Φάρασ. Από το επίθ. καθημερινός με αναλογ. επίδρ. της προθ. κατά.
Καθημερινός : Πααίνκε να πουλήσει το κατανημερ'νό την κωστή (Πήγαινε να πουλήσει την καθημερινή την κλωστή, ενν. για να φάνε) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ.