καταπόδι
(επίρρ.)
καταπόδι
[kataˈpoði]
Σίλατ., Σινασσ.
καταπόδ'
[kataˈpoð]
Ανακ.
καταπότι
[kataˈpoti]
Ποτάμ.
Από το νεότ. επίρρ. καταπόδι, το οπ. από την αρχ. φρ. κατὰ πόδας (LSJ). H λ. μόνο σε άσμ.
1. Ακολουθώντας, από πίσω, στο κατόπιν
ό.π.τ.
:
|| Ασμ.
Στον ξένον καταπόδι σ̑ίλοι σέμανε
(Πίσω από τον ξένο μπήκανε (άλλοι) χίλιοι)
Σίλατ.
-Φαρασόπ.
Συνών.
κατόπισα
2. Ύστερα, σε δεύτερο χρόνο, κατόπιν
ό.π.τ.
:
|| Ασμ.
Πρώτα θαρρώ σε σο Θεό και καταπόδ' σους Άγιους
((Πρώτα σε εμπιστεύομαι στον Θεό και ύστερα στους Αγίους))
Ανακ.
-ΙΛΝΕ 374