κατάρα
(ουσ. θηλ.)
κατάρα
[kaˈtara]
Γούρδ., Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ.
Από το αρχ. ουσ. κατάρα.
Κατάρα
ό.π.τ.
:
Ρώνου του τσ̑ην κατάρα μου
(Του δίνω την κατάρα μου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ατέ τη κατάρα δίτω σε
(Αυτή την κατάρα σου δίνω)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Λέγαμ’ πολλές κατάρες· αν πιανισκότανε ούλα, κανείς να μην έμνισκε
(Λέγαμε πολλές κατάρες· αν έπιαναν όλες, δεν θα απέμενε κανένας)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ327
'άν'τα νάχουμ' κατάρα τουν, ερ 'μείς πάλι ν'τα 'φήκουμ'
(Νά 'χουμε την κατάρα τους, αν πάλι τους αφήσουμε (τους Τούρκους να πατήσουν τα Φάρασα))
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
|| Παροιμ.
α̈́ρ’ να δεβαίνκεν η κατάρα, χα ψοφήσει ο βασιλός
(Αν έπιανε η κατάρα, θα πέθαινε ο βασιλιάς˙ δεν εισακούγονται από τον Θεό οι κατάρες)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.