ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κατασταφύλι (ουσ. ουδ.) κατασταφύλι [katastaˈfili] Φάρασ. Πιθ. από την φρ. κάτας σταφύλι, το οπ. από τα ουσ. κάτα = γάτα και σταφύλι, πβ. γάτα = είδος αγριόχορτου της τάξεως των αγρωστιδών και διαλεκτ. τ’ς γάτας του σταφύλ̑’ Ήπ. (ΙΛΝΕ, λ. γάττα 4).
Άγριο κλήμα, κληματίδα Φάρασ.