ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καταχτώ (ρ.) καταχτώ [kataˈxto] Φάρασ. κατάχτ'σα [kaˈtaxtsa] Φάρασ. καdάχσα [kaˈdaxsa] Φάρασ. κατάσα [kaˈtasa] Φάρασ. Από μεσν. ρ. καταλακτίζω αναλογ. μεταπλασμένο κατά τα ρ. σε λόγω της σύμπτωσης των αοριστικών δομών τους με αποβολή του μεσοφωνηεντικού [l].
Κλοτσώ ό.π.τ. : Αbού πέτασεν σο γαϊρίδι πάνου, κατάσεν ντα το γαϊρίδι (Όταν ανέβηκε πάνω στο γαϊδούρι, το γαϊδούρι τον κλότσησε) Φάρασ. -Dawk. || Παροιμ. Τ’ αβγά μο τ’ αβγά καταχτοῦνε, ’νάμεσα ψοφά το γαϊρίδι (Τ’ άλογα με τ’άλογα κλοτσάνε, ανάμεσα τους ψοφά το γαϊδούρι˙ από τις έριδες των δυνατών ζημιώνονται οι αδύναμοι) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. λαχτίζω