ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κατελώ (ρ.) κατελώ [kateˈlo] Σινασσ. Από το μεσν. ρ. κατελῶ, πβ. Σπαν. P 379 «κατελεῖ (ενν. η κακή γυναίκα) τὰ ἔτη του», το οπ. από το αρχ. ρ. καταλύω.
1. Καταστρέφω Σινασσ. : Κατέλυσε τον γκόσμο (κατέστρεψε τον κόσμο) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. μπατιρντίζω :3, μποζντώ, χαλάνω :1
2. Διακόπτω την νηστεία Σινασσ. Συνών. χαλάνω :5