κατζίνι
(ουσ. ουδ.)
καdζίνι
[kaˈdzini]
Σινασσ.
καdζίν'
[kaˈdzin]
Σινασσ.
κατσίνι
[kaˈtsini]
Σινασσ., Τσαρικ.
κατσ̑ίν'
[kaˈtʃin]
Αξ., Μαλακ., Μισθ., Τσελτ.
Από το μεσν. ουσ. κάτζινος = σκαπάνη (βλ. LBG, λ. κάτζινος) και το υποκορ. επίθμ. -ιον > -ι. Κατά τον Καρολίδη (1885: 174) από αρμεν. katzin (βλ. και Dawkins 1916: 608).
Δίστομη αξίνα για την εξαγωγή της πέτρας κατά το χτίσιμο των σπιτιών ή το λάξεμα της πέτρας
ό.π.τ.
:
Γιάρνταναμ’ μι α κατσίνια, γιάρνταναμ’ μι α φτσ̑άρια, βγάλλιξαμ’ χώμα
(Σκάβαμε με τις αξίνες, σκάβαμε με τα φτυάρια, βγάζαμε χώμα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Σ̑άνιξαν ένα τουντούρ' μι κατσίν'
(Έφτιαχναν ένα ταντούρι με αξίνα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ