κάτι (I)
(αντων.)
κάτι
[kaˈti]
Ανακ., Μισθ., Σίλ.
κάτ'
[kat]
Μισθ.
Από την μεσν. αντων. κάτι, η οπ. από την συνεκφ. κἂν τι. Η λ. πιθ. από την κοινή ν.ε.
Κάτι, κάποιο πράγμα, κάποιο γεγονός
ό.π.τ.
:
Θώρειναν κάτι, τρέχισ̑καν να τ’ αρπάξουν
(Έβλεπαν κάτι, έτρεχαν να το αρπάξουν)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Σέλ'τι μι κάτι;
(Μήπως θέλετε κάτι;)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Δεν έν' καλό, κάτ' να πάθωμε
(Δεν είναι καλό (σημάδι), κάτι θα πάθουμε)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ε, κοριτσιού μάνα ’ναι, ας πει κάτι, ισ̑ύ μη μιλάς
(Ε, η μάνα του κοριτσιού είναι, ας πει κάτι, εσύ μη μιλάς)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.