ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κάτι (I) (αντων.) κάτι [kaˈti] Ανακ., Μισθ., Σίλ. κάτ' [kat] Μισθ. Από την μεσν. αντων. κάτι, η οπ. από την συνεκφ. κἂν τι. Η λ. πιθ. από την κοινή ν.ε.
Κάτι, κάποιο πράγμα, κάποιο γεγονός ό.π.τ. : Θώρειναν κάτι, τρέχισ̑καν να τ’ αρπάξουν (Έβλεπαν κάτι, έτρεχαν να το αρπάξουν) Ανακ. -Κωστ.Α. Σέλ'τι μι κάτι; (Μήπως θέλετε κάτι;) Σίλ. -Κωστ.Σ. Δεν έν' καλό, κάτ' να πάθωμε (Δεν είναι καλό (σημάδι), κάτι θα πάθουμε) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ε, κοριτσιού μάνα ’ναι, ας πει κάτι, ισ̑ύ μη μιλάς (Ε, η μάνα του κοριτσιού είναι, ας πει κάτι, εσύ μη μιλάς) Μισθ. -Κωστ.Μ.